- ἄπολιν
- ἄπολιςwithout citymasc/fem acc sgἄπολιςwithout cityfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
безградьникъ — БЕЗГРАДЬНИК|Ъ (2*), А с. Тот, кто не имеет родины, своего города: сихъ же ѥдино избавление бѣжати ѡ(т) всего мира... ||...и быти безградникоу бездомкоу. (ἄπολιν) КР 1284, 194а б. ?: се бо, измлада безъградникъ видимъ и б҃и˫а блг(д)ти исполненъ (ὁ … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Βέστρις — (Vestris). Επώνυμο φλωρεντινής οικογένειας χορευτών, που τον 18o αι. εγκαταστάθηκε στη Γαλλία. O διασημότερος ήταν ο Γκαετάν Απολίν Μπαλντασάρε (Φλωρεντία 1729 – Παρίσι 1808), διάσημος χορευτής. Μπήκε στην Όπερα του Παρισιού το 1748, με τη… … Dictionary of Greek